-
1 επαναβεβηκός
-
2 ἐπαναβεβηκός
-
3 ἐπαναβαίνω
A get up on, mount, , Eq. 169; ἐπαναβεβηκότες mounted (on horseback), Hdt.3.85; of a star, rise above the horizon, Arist.Mete. 342b34.2 of animals, cover, Id.HA 540a22, Clearch.36.2 of αἰτίαι and ἀρχαί, mount upwards,ἐπὶ τὰ ἀνωτέρω Arist. Metaph. 990a6
, cf. Ph. 257a22; τὸ ἐπαναβεβηκός higher or more ultimate principle, S.E.P.1.174; the genus, Sor.2.6; [ἀρχῆς] οὐδεὶς ἂν εὕροι ἁπλουστέραν οὐδὲ ἐπαναβεβηκυῖαν ἡντινοῦν Plot.2.9.1
; search for higher principles,ἐ. ἀεὶ εἰς ἄπειρον Id.3.6.1
; ἐπαναβεβηκότα τῇ ψυχῇ [νοῦν] Id.6.9.5.b transcend, c. gen., Anon.in Prm. in Rh.Mus.47.617; also c. dat., ἐνέργεια -βεβηκυῖα πάσαις καὶ χρωμένη αὐταῖς ὡς ὀργάνοις ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαναβαίνω
См. также в других словарях:
ἐπαναβεβηκός — ἐπαναβαίνω get up on perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαναβαίνω — ἐπαναβαίνω και ποιητ. τ. ἐπαμβαίνω (AM) [βαίνω] 1. ανεβαίνω πάνω σε κάτι («κἄπειτ ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ φροντιστήριον τὸ τέγγος κατάσκαπτ », Αριοτοφ.) 2. (για αξίωμα) προάγομαι, προβιβάζομαι («εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας ἐπαναβήσεσθαι», Ξεν.) 3. (για… … Dictionary of Greek